- ἐναμείβω
- ἐνᾰμείβω1 change, vary intrans. δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον, ἀλλ ἐναμείβοντι (ἐν ἀμείβοντι coni. Musurus) N. 11.42
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εναμείβω — ἐναμείβω (Α) εναλλάσσω, μεταβάλλω, αλλοιώνω κάτι … Dictionary of Greek